κιθάρα

κιθάρα
κιθάρα, ας, ἡ (Hom. Hymns, Hdt. et al.; LXX, TestJob, Philo; Jos., Ant. 1, 64; SibOr 8, 119; Ar. 11, 11; Ath. 16, 2) lyre, harp Rv 5:8; 14:2. κ. τοῦ θεοῦ lit. harps of God Rv 15:2, i.e. belonging to or given by God (cp. ἐν σάλπιγγι θεοῦ 1 Th 4:16), or harps used in the praise of God. Perh. the expression is a Semitic superlative formation, great harps, analogous to ὄρη θεοῦ=mighty mountains Ps 35:7; cp. 79:11; cp. also ἀστεῖος τῷ θεῷ Ac 7:20 and s. θεός 3gβ. W. the flute (s. αὐλός; Philo, Leg. All. 2, 75; 3, 221) 1 Cor 14:7. The strings of the harp IEph 4:1; IPhld 1:2.—Kl. Pauly III 1581f; OEANE IV 70–79; s. lit. on κύμβαλον.—DELG.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κιθάρα — Έγχορδο μουσικό όργανο, που παίζεται με νύξη των χορδών. Η σύγχρονη κ. διαθέτει ένα επίπεδο ηχείο, που έχει το σχήμα του αριθμού οκτώ. Η εμπρόσθια όψη του ηχείου φέρει μία κυκλική οπή στο κέντρο και ένα κάθετο, ξύλινο τμήμα προς τα πίσω, που… …   Dictionary of Greek

  • κιθάρα — κιθά̱ρᾱ , κιθάρα lyre fem nom/voc/acc dual (ionic) κιθά̱ρᾱ , κιθάρα lyre fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθάρα — η εξάχορδο μουσικό όργανο: Παίζει κιθάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κιθάρᾳ — κιθά̱ρᾱͅ , κιθάρα lyre fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κιθαρίζω — (ΑΜ κιθαρίζω) [κιθάρα] παίζω κιθάρα («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῑς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ) αρχ. 1. παίζω κιθάρα ή γενικώς μουσικό όργανο, αυλό, φόρμιγγα, λύρα κ.λπ., συνοδεύω άσμα με μουσική υπόκρουση («φόρμιγγι λιγείῃ κιθάριζεν», Ομ. Ιλ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • Gitarren — Gitarre engl.: guitar, ital.: chitarra, griech.: κιθάρα, (Kithara), abgeleitet von dem persischen: Setar „Dreisaiter“), franz.: guitare …   Deutsch Wikipedia

  • Guitarre — Gitarre engl.: guitar, ital.: chitarra, griech.: κιθάρα, (Kithara), abgeleitet von dem persischen: Setar „Dreisaiter“), franz.: guitare …   Deutsch Wikipedia

  • Ketarre — Gitarre engl.: guitar, ital.: chitarra, griech.: κιθάρα, (Kithara), abgeleitet von dem persischen: Setar „Dreisaiter“), franz.: guitare …   Deutsch Wikipedia

  • Gitarre — engl.: guitar, ital.: chitarra, griech.: κιθάρα, (Kithara), abgeleitet von dem persischen: Setar „Dreisaiter“), franz.: guitare …   Deutsch Wikipedia

  • υποκιθαρίζω — Α 1. συνοδεύω με την κιθάρα κάποιον που τραγουδά 2. παίζω την κιθάρα προς τιμή κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κιθαρίζω «παίζω κιθάρα»] …   Dictionary of Greek

  • γιουκουλέλι ή γιουκαλίλι — Μουσικό τετράχορδο όργανο, παρόμοιο με την κιθάρα. Το γ. είναι ιδιαίτερα διαδεδομένο στα νησιά της Χαβάης όπου είναι περισσότερο γνωστό ως χαβανέζικη κιθάρα. Πορτογαλικής προέλευσης, έγινε γνωστό στα νησιά αυτά στο τέλος του 19ου αι. ως παραλλαγή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”